Θεωρούν πως η κρίση χρέους της
Ευρωζώνης, η ανεργία και η ύφεση στην Ε.Ε. θα καταπολεμηθούν, εάν
υπάρχουν περισσότεροι ταξιτζήδες, κομμωτές και φαρμακοποιοί που θα
εργάζονται πιο πολλές ώρες – για λιγότερα χρήματα!
.
«Εάν η οικονομία της Ευρωζώνης μπορεί πράγματι να συγκριθεί με ένα σπορ αυτοκίνητο, τότε γιατί οι επιδόσεις του είναι τόσο χαμηλές; Κάνει διακοπές η μηχανή του; Είναι πολύ χαμηλή η πίεση στα λάστιχα του; Είναι μεγάλη η αντίσταση του αέρα στο αμάξωμα του;
Η απάντηση είναι η εξής: Ναι, συμβαίνουν όλα αυτά. Δεν λειτουργούν όλοι οι κύλινδροι της μηχανής ανάπτυξης της Ευρωζώνης, ενώ τα λάστιχα έχουν χάσει αέρα – γεγονός που σημαίνει ότι, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν μειώσει το ύψος των δανείων τους.Παρά το ότι λοιπόν το ντεραπάρισμα εμποδίστηκε, μέσω της δημοσιονομικής εξυγίανσης, έτσι ώστε η ζώνη του ευρώ να μην ξεφύγει από την πίστα, λόγω της περιορισμένης πλέον απόστασης από το έδαφος οι κραδασμοί αντιμετωπίζονται δυσκολότερα. Αυτό σημαίνει πως θα μπορούσε να είναι πολύ πιο δύσκολη η αντιμετώπιση τυχόν νέων αρνητικών οικονομικών εξελίξεων, με δημοσιονομικά μέτρα.
Για να αποκατασταθεί η ισορροπία, η νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης πατάει με δύναμη το πετάλι του γκαζιού. Η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια κάτω από το μηδέν, ενώ άρχισε να αγοράζει με αυξημένο ρυθμό ομόλογα των περισσοτέρων χωρών της νομισματικής ένωσης. Μέσω αυτών των ενεργειών της, η νομισματική πολιτική προσέφερε χωρίς καμία αμφιβολία αναπτυξιακά κίνητρα – αν και σε γενικές γραμμές η ανάπτυξη υπολογίζεται πως είναι μέτρια.Τι θα χρειαζόμαστε λοιπόν, για να επιτύχουμε ξανά έναν λογικό ρυθμό ανάπτυξης; Μπορούμε να συντηρήσουμε τον κινητήρα για να βελτιώσουμε την απόδοση του; Θα ήταν σωστό να αυξήσουμε τον αέρα στα λάστιχα; Πρέπει να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε τη δημοσιονομική επιβράδυνση;
Η μήπως θα έπρεπε να αυξήσουμε τις νομισματικές στροφές της μηχανής ακόμη περισσότερο, προς την κατεύθυνση του μεγαλύτερου δυνατού ορίου τους; Να αυξήσουμε δηλαδή την «εκτύπωση» νέων χρημάτων, όσο πιο πολύ μπορούμε; Όλα αυτά θα είναι το θέμα της ομιλίας μου» (J. Weidmann, σε ελεύθερη μετάφραση).
.Ανάλυση
Ο διοικητής της γερμανικής κεντρικής
τράπεζας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο 25ο συνέδριο των
ευρωπαϊκών τραπεζών με τον τίτλο «Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές προκλήσεις της Ευρωζώνης» (πηγή),
προσπάθησε με κάθε τρόπο να διαστρεβλώσει εντελώς την αλήθεια, όσον
αφορά την κρίση χρέους – προκαλώντας οργή ακόμη και σε Γερμανούς
οικονομολόγους, οι οποίοι δεν είναι υποχείριο της κυβέρνησης τους (N.
Haring).
Κατά τους ίδιους, προσπάθησε να δικαιολογήσει τη φιλική προς το κεφάλαιο και τις τράπεζες πολιτική των κεντρικών τραπεζών – μετατρέποντας τα θύματα (Πολίτες) σε δράστες, καθώς επίσης τα επακόλουθα σε αιτίες.
Ειδικότερα, δεν έδωσε καμία απολύτως σημασία στο θέμα των ανισορροπιών που έχουν δημιουργηθεί εντός της Ευρωζώνης – επειδή δεν θεωρούνται σημαντικές για τα γερμανικά κεφάλαια.
Δεν αναφέρθηκε καν στα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, τα οποία ουσιαστικά υποδηλώνουν πως το λάστιχο μίας μόνο ρόδας του αυτοκινήτου είναι προβληματικό
– ενώ για να αυξηθούν οι συνολικές επιδόσεις, θα πρέπει όλα τα μέρη του
αυτοκινήτου να λειτουργούν στο ανώτατο δυνατό επίπεδο της απόδοσης
τους. Οι διαστρεβλώσεις του ήταν οι εξής:
(α) «Η ασυμφωνία μεταξύ των τιμών και των μισθών από τη μία πλευρά, καθώς επίσης της παραγωγικότητας από την άλλη, ήταν η βασική αιτία των ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών.
Τα ελλείμματα αυτά έπρεπε να χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό, με
αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε μία επισφαλή υπερχρέωση του δημοσίου και
ιδιωτικού τομέα πολλών κρατών«.
Στην πραγματικότητα, η αλυσιδωτή
αντίδραση είχε την ακριβώς αντίθετη φορά – αφού, λόγω της τεχνητά
χαμηλής διατήρησης της Ζήτησης στη Γερμανία, εξαιτίας της πονηρής
υιοθέτησης το 2000 της «ατζέντας 2010», καθώς επίσης της μεγάλης μείωσης των επιτοκίων δανεισμού της ευρωπαϊκής περιφέρειας μετά την είσοδο τους στην Ευρωζώνη, προκλήθηκαν ισχυρές ροές κεφαλαίων από την κεντρική Ευρώπη προς το Νότο.
Την ίδια εποχή, η ΕΚΤ είχε προσαρμόσει
τη νομισματική της πολιτική αποκλειστικά και μόνο στις ανάγκες της
γερμανικής οικονομίας (Το βρώμικο μυστικό)
– οπότε, λόγω του φθηνού και εύκολου δανεισμού της περιφέρειας,
αυξήθηκαν κατακόρυφα οι επενδύσεις και η οικοδομική δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση, προηγήθηκαν οι εισροές κεφαλαίων και μετά ακολούθησαν οι αυξήσεις των μισθών – ενώ οι μαζικές εισροές ήταν αυτές που προκάλεσαν την κλιμάκωση των τιμών και των μισθών στον ευρωπαϊκό Νότο.
Επειδή όμως αυξήθηκε ταυτόχρονα η παραγωγή σε μεγάλο βαθμό, δεν δημιουργήθηκαν εν πρώτοις σημαντικά προβλήματα παραγωγικότητας (ανταγωνιστικότητας) – κάτι που άλλαξε εντελώς ξαφνικά, όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση.
Τότε κατέρρευσε η παραγωγή, σε σχέση με τους αυξημένους μισθούς και με το επίπεδο απασχόλησης, οπότε προκλήθηκαν τα προβλήματα. Το γράφημα που ακολουθεί, με την κατά κεφαλή κατανάλωση τσιμέντου στις χώρες της περιφέρειας είναι χαρακτηριστικό – ενώ επεξηγεί επίσης ένα από τα προβλήματα της Κίνας.Επομένως, η αιτία της κρίσης δεν ήταν η εσφαλμένη μισθολογική πολιτική στις χώρες της περιφέρειας, όπως ισχυρίσθηκε ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, αλλά οι φούσκες που είχαν δημιουργηθεί – για τις οποίες αδιαφορούσε η ΕΚΤ, αφού δεν προσπάθησε καν να τις μετριάσει.
Ακόμη χειρότερα, η ΕΚΤ είχε
αδρανοποιήσει σκόπιμα τις τιμές αναφοράς (reference values), σε σχέση με
την εξέλιξη της ποσότητας χρήματος, επειδή χτυπούσαν συναγερμό –
υπενθυμίζοντας ότι, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας χρήματος δημιουργείται από τις εμπορικές τράπεζες, όταν παρέχουν δάνεια, παράγοντας χρήματα από το πουθενά.
(β) «Όταν οι αγορές αρνήθηκαν να χρηματοδοτήσουν περεταίρω τα ελλείμματα των χωρών της περιφέρειας με μακροπρόθεσμα βιώσιμα επιτόκια, τότε έπρεπε να κλείσει το κενό που είχε δημιουργηθεί«.
Η διαστρέβλωση εν προκειμένω είναι η
λέξη «αρνήθηκαν» – αφού, λόγω της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής
εξασφάλισης των Η.Π.Α., όλες οι τράπεζες αντιμετώπισαν ένα οξύ πρόβλημα
ρευστότητας, το οποίο τις απειλούσε με χρεοκοπία. Αυτή ήταν λοιπόν η πραγματική αιτία της άρνησης τους – η αδυναμία τους δηλαδή να χρηματοδοτήσουν τις χώρες του Νότου.
Ουσιαστικά υποχρεώθηκαν να σταματήσουν
την παροχή δανείων, καταγγέλλοντας ακόμη και τις υφιστάμενες
χρηματοδοτήσεις – γεγονός που οδήγησε τα κράτη, τις επιχειρήσεις και
τους καταναλωτές σε μεγάλα προβλήματα ρευστότητας, αφού είχαν συνηθίσει στην ανανέωση των δανείων τους στο τέλος της εκάστοτε λήξης τους.
Εύλογα δε η στενότητα ρευστότητας προκάλεσε οξείες κρίσεις
φερεγγυότητας – οι οποίες οδήγησαν νομοτελειακά στις μαζικές χρεοκοπίες
που βιώσαμε.
Η σωστή ερμηνεία επομένως θα ήταν πως
αφού οι τράπεζες έχασαν τα χρήματα τους κερδοσκοπώντας στις Η.Π.Α.,
επέλεξαν να σταματήσουν το δανεισμό και να καταγγείλουν μονομερώς τις
πιστωτικές συμβάσεις. Επειδή λοιπόν δεν ήταν σε θέση να
ανταπεξέλθουν με την αποστολή τους, με το δανεισμό της πραγματικής
οικονομίας, προκάλεσαν μία βαθιά ύφεση – το κόστος της οποίας δεν πλήρωσαν οι ίδιες, αλλά όλοι οι υπόλοιποι, παρά το ότι δεν οφειλόταν σε αυτούς.
(γ) «Οι τιμές και οι μισθοί
εξισορροπήθηκαν από την πολιτική λιτότητας, πλησιάζοντας την
παραγωγικότητα. Με τον τρόπο αυτό οι χώρες της κρίσης, εκτός από την
Ελλάδα και την Κύπρο, θα μετατρέψουν τα ελλείμματα στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών τους σε πλεονάσματα, εντός του έτους«.
Οι μισθοί πράγματι μειώθηκαν, ειδικά στην Ελλάδα οι ονομαστικοί πάνω από 10%, για πρώτη φορά ίσως στην πρόσφατη οικονομική ιστορία χωρίς να αντιδράσουν οι εργαζόμενοι – ενώ τα εξωτερικά ελλείμματα επίσης.
Η διαστρέβλωση αφορά το ότι, ο περιορισμός των ελλειμμάτων ήταν το αποτέλεσμα της σχέσης των μισθών με την παραγωγικότητα
– αφού στην καλύτερη περίπτωση, στην Ισπανία, οι εξαγωγές απλά
συνέχισαν τη μακροπρόθεσμη τάση τους, ενώ στις άλλες χώρες, όπως στην
Ελλάδα (χωρίς τα πετρελαϊκά προϊόντα), οι εξαγωγές μειώθηκαν, παρά τη
δήθεν αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Αυτό που οδήγησε τελικά στον περιορισμό των ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών ήταν η κατάρρευση της εγχώριας Ζήτησης, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των Πολιτών – η οποία προκάλεσε επίσης τον περιορισμό των εισαγωγών.Με απλά λόγια, ο πληθυσμός έγινε πολύ φτωχός, οπότε δεν μπορούσε να καταναλώσει περισσότερο, πόσο μάλλον εισαγόμενα ακριβά προϊόντα
– με αποτέλεσμα να αυξηθούν κατακόρυφα οι χρεοκοπίες των επιχειρήσεων
και η ανεργία, να μειωθούν τα έσοδα του δημοσίου, να επιβληθούν
περισσότεροι φόροι, να συρρικνωθεί το κοινωνικό κράτος κοκ.
(δ) «Τι μπορούμε να κάνουμε για να
πετύχουμε ισχυρότερη ανάπτυξη; Όσον αφορά τις διαρθρωτικές αλλαγές,
διαφοροποιούνται σε αλλαγές μεταξύ της αγοράς αγαθών και της αγοράς
εργασίας. Είναι δυνατόν να επιτευχθούν πολλά πράγματα και στις δύο αυτές
αγορές. Οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας,
επειδή οι συντελεστές παραγωγής μετακινούνται ευκολότερα σε
επιχειρηματικούς τομείς με μεγαλύτερες προσδοκίες κέρδους. Επί πλέον, οι
χώρες της Ευρωζώνης θα ήταν τότε σε καλύτερη θέση να αντιδράσουν
επιτυχώς, όσον αφορά απρόβλεπτα οικονομικά γεγονότα – καθώς επίσης
δομικές αλλαγές, όπως είναι για παράδειγμα η ψηφιοποίηση«.
Από εδώ διαπιστώνεται η τάση του τραπεζίτη προς το νεοφιλελευθερισμό αφού, παρά το ότι δεν το λέει καθαρά, οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει είναι οι γνωστές των μνημονίων
– όπως η κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, όσον αφορά τη
στοιχειώδη προστασία τους απέναντι στις καταγγελίες των θέσεων εργασίας
τους, των συμβάσεων απεριόριστου χρόνου κοκ.
Ειδικά όσον αφορά εκείνα τα κράτη, στα οποία η ανεργία φτάνει στο 25%, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, ισχυρίζεται
πως θα πρέπει να υιοθετηθούν νόμοι, με τους οποίους αυτοί που έχουν την
τύχη να εργάζονται ακόμη, να χάνουν ευκολότερα τη θέση εργασίας τους – έτσι ώστε οι επιχειρήσεις που ήδη κινδυνεύουν να κλείσουν, λόγω
περιορισμού της Ζήτησης και αδυναμίας δανεισμού τους, να βρίσκουν χωρίς
πρόβλημα υπαλλήλους, αν υποθέσουμε πως θα τους χρειάζονται! Ουσιαστικά βέβαια επιδιώκεται η αντικατάσταση των ηλικιωμένων και ακριβότερων εργαζομένων, με νεώτερους και φθηνότερους
– κάτι μάλλον κυνικό, αλλά ευχάριστο για το ακροατήριο του τραπεζίτη,
το οποίο αποτελούταν από τους συναδέλφους του. Την ίδια στιγμή όμως
επιμένει στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης – καταδικάζοντας χιλιάδες
ανθρώπους στη φτώχεια και στην εξαθλίωση.
(ε) «Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών δεν είναι τόσο ευαίσθητες, όσο στην αγορά εργασίας. Δυστυχώς
τα γραφειοκρατικά εμπόδια, όσον αφορά την ίδρυση επιχειρήσεων, σε
πολλές χώρες της Ευρωζώνης συνεχίζουν να είναι μεγάλα. Αυτό ισχύει επίσης για τη Γερμανία η οποία, στην κατάταξη της επιχειρηματικότητας που εκδίδει η Παγκόσμια Τράπεζα (Doing Business Report), ευρίσκεται στην 107 θέση, σε σχέση με αυτό το κριτήριο«.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο περιορισμός
των γραφειοκρατικών εμποδίων, όσον αφορά την ίδρυση επιχειρήσεων, είναι
πολύ σημαντικός για την ανάπτυξη. Για να τεκμηριώσει τη θέση του ο
τραπεζίτης αναφέρει μελέτες, οι οποίες δήθεν επιβεβαιώνουν ότι, εάν τα
εμπόδια εισόδου στην αγορά των νέων επιχειρήσεων είναι χαμηλά, όπως στη
Δανία και όχι μέτρια, όπως στην Ισπανία, η συνολική παραγωγικότητα όλων των συντελεστών θα αυξηθεί κατά 10% – τονίζοντας επί πλέον πως ο πρωταθλητής της ανάπτυξης, η Γερμανία, υποφέρει επίσης από αυτήν την ασθένεια.
(στ) «Η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο αυστηρότερος έλεγχος του δηλαδή, έχει σχέση με τη «δόση» που θα επιλεχθεί. Προφανώς υπάρχει ένα είδος βέλτιστου επιπέδου ρύθμισης – ανάλογο με τον αέρα στα λάστιχα ενός αυτοκινήτου«.
Εδώ αναφέρεται προφανώς στους κανόνες που έχουν θεσπισθεί από τη Βασιλεία ΙΙΙ – οι οποίοι έχουν γεμίσει ένα βιβλίο 1.000 σελίδων που συμπληρώνεται από πολλά παράπλευρα κανονιστικά πλαίσια.
Το πώς είναι δυνατόν να μπορέσει κανείς να βρει τη σωστή δόση σε ένα
τέτοιο τερατούργημα, ο στόχος του οποίου είναι περισσότερο η αδιαφάνεια
του τραπεζικού συστήματος και λιγότερο ο έλεγχος του, είναι πολύ δύσκολο
να κατανοηθεί – ειδικά όταν περιγράφεται με έναν τέτοιο αφοπλιστικό
τρόπο.
(ζ) «Θα μπορέσουμε τότε μόνο να επιτύχουμε τους στόχους μας, όταν γκρεμίσουμε όλα τα υπάρχοντα εμπόδια εισόδου στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας, καθώς επίσης στην ψηφιακή αγορά«.
Κατά την άποψη του τραπεζίτη, η κρίση υπερχρέωσης της Ευρωζώνης, η ανεργία και η ύφεση θα καταπολεμηθούν εάν υπάρχουν περισσότεροι ταξιτζήδες, κομμωτές και φαρμακοποιοί, οι οποίοι θα εργάζονται πιο πολλές ώρες, για λιγότερα χρήματα – καθώς επίσης μεγαλύτερη αυτοματοποίηση.
Όσον αφορά γενικότερα τη δημοσιονομική
πολιτική στην ομιλία του, τάσσεται υπέρ του περιορισμού του δημοσίου,
της κατανάλωσης και του κοινωνικού κράτους – έτσι ώστε να αυξηθούν οι
επενδύσεις. Επειδή δε η Γερμανία ανήκει στους δανειστές και όχι στους
οφειλέτες, είναι αντίθετος με τα χαμηλά επιτόκια, καθώς επίσης με την αύξηση της ποσότητας χρήματος – αφού το κεφάλαιο αντιπαθεί προφανώς τον πληθωρισμό.
Το πώς όμως θα μπορούσε να καταπολεμηθεί
η υπερχρέωση, με υψηλά επιτόκια, με μία περιορισμένη ποσότητα χρήματος,
σε συνθήκες αποπληθωρισμού και ύφεσης ισολογισμών (ανάλυση), μοιάζει πραγματικά με μία αγωνιώδη προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου – η οποία είναι προφανώς αδύνατη.
Εδώ ακριβώς ευρίσκεται το θεμελιώδες πρόβλημα της Ευρωζώνης, λόγω του οποίου θα διαλυθεί αργά ή γρήγορα: το ότι είναι αδύνατον να χειρισθεί μία κεντρική τράπεζα με την ίδια νομισματική πολιτική τις οικονομίες 19 χωρών,
οι οποίες δεν έχουν μόνο διαφορετικά προβλήματα και άλλες ανάγκες αλλά,
επίσης, είναι χωρισμένες σε δανειστές και οφειλέτες – επί πλέον, σε
πλεονασματικές και ελλειμματικές.
Θα ήταν ευχής έργο λοιπόν να λυνόταν το
πρόβλημα με το να υπάρχουν περισσότερες και φθηνότερες κομμώτριες,
μηχανικοί, φαρμακοποιοί ή ταξιτζήδες, όπως ανέφερε ο κεντρικός
τραπεζίτης της εντιμότατης εταίρου μας – η οποία γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα μας την τέχνη της εξαπάτησης, όπως τεκμηριώθηκε από τη Volkswagen.
Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει καμία τέτοια πιθανότητα ενώ, χωρίς την
τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, το τέλος της
δεν θα αποφευχθεί.
.
Επίλογος
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως για τα
προβλήματα της Ελλάδας ή άλλων χωρών της Ευρωζώνης είναι ένοχοι μόνο οι
τράπεζες, η ΕΚΤ και η Γερμανία. Εν τούτοις, η εκάστοτε μακροοικονομική πολιτική που υιοθετείται, είναι πολύ σημαντική για την οικονομική εξέλιξη των κρατών – καθώς επίσης για την καταναλωτική ή/και την επενδυτική συμπεριφορά των Πολιτών τους.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από την υπερχρέωση των νοικοκυριών της Ολλανδίας ή της Σουηδίας – παρά το ότι δεν διακρίνονται για τις υπερβολές τους, όπως συμβαίνει με τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι η
λύση – η οποία προϋποθέτει μία κατάλληλη νομισματική πολιτική,
προσαρμοσμένη στο κοινό συμφέρον, καθώς επίσης τη μη δημιουργία πλεονασμάτων από κάποια κράτη, όπως η Γερμανία, εις βάρος των ελλειμμάτων των υπολοίπων.
Επίσης τη ρύθμιση του τραπεζικού κλάδου, έτσι ώστε να υπηρετεί τις
ανάγκες των Πολιτών και να μην κερδοσκοπεί – αφού η αποστολή του είναι ο
δανεισμός της πραγματικής οικονομίας και τίποτα άλλο.
Βιβλιογραφία: Bundesbank, Weidmann, Haring
.