Τι θα μπορούσαμε να διδαχθούμε
από την εποχή που ανήλθε σχετικά δημοκρατικά στην εξουσία ένας δικτατορας. Πάρα πολλά,
σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι οποίες δεν εθελοτυφλούν
.
«Φαίνεται πως πρέπει κανείς να κλονιστεί πρώτα από την ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στην πλατωνική θεωρία της δικαιοσύνης, καθώς επίσης στη θεωρία και πρακτική του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, για να μπορέσει να αισθανθεί πόσο επιτακτική είναι η ερμηνεία αυτών των θεμάτων» (K. Popper).
.
Ανάλυση
Ο τίτλος θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί
ως «προβοκατόρικος», ειδικά σε μία εποχή ανόδου των ακροδεξιών
οργανώσεων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη – πολλοί από τους ηγέτες και τα στελέχη των οποίων είναι αναμφίβολα ναρκισσιστές και ψυχοπαθείς, ασκώντας ως εκ τούτου μία περίεργη, βαθειά γοητεία στα πλήθη.
Αντίστοιχα «προβοκατόρικη» ακούγεται και η μελέτη δύο Ελβετών οικονομολόγων («Εθνική οδός προς το Χίτλερ»), οι οποίοι ερεύνησαν εάν μία κυβέρνηση μπορεί να κατακτήσει τις «καρδιές των Πολιτών», με μαζικές δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής – έτσι ώστε να αυξήσει σημαντικά τα εκλογικά της αποτελέσματα και να καταλάβει με γοργά βήματα την εξουσία.
Οι οικονομολόγοι βρήκαν ένα σχεδόν τέλειο «ερευνητικό πεδίο» στο παράδειγμα της Γερμανίας, κατά τη διάρκεια του 1930 – όπου ο Χίτλερ κατάφερε να υφαρπάξει την εξουσία, με «συνοπτικές» δημοκρατικές διαδικασίες.
Ειδικότερα ο Χίτλερ, αμέσως μετά την
εκλογή του στο αξίωμα του καγκελαρίου στα τέλη Ιανουαρίου του 1933,
ξεκίνησε ένα γιγαντιαίο εγχείρημα – σκοπός του οποίου ήταν να ενώσει ολόκληρη τη Γερμανία, κατασκευάζοντας ένα δίκτυο εθνικών οδών.
Έντεκα μόλις ημέρες λοιπόν μετά την ανάληψη της εξουσίας εκ μέρους του,
ανακοίνωσε πως ήθελε να «μηχανοποιήσει» τη Γερμανία – εγκαινιάζοντας το
Σεπτέμβρη του 1933 τον πρώτο αυτοκινητόδρομο.
Ο «υπουργός προπαγάνδας» της ναζιστικής
κυβέρνησης, στον οποίο χρεώνεται ουσιαστικά το διεισδυτικό πολιτικό
μανιφέστο της, ο Goebbels, φρόντισε να ξεκινήσουν οι κατασκευές ταυτόχρονα, σε 22 διαφορετικές περιοχές της χώρας
– θέλοντας να αποδείξει πως η κυβέρνηση σέβεται και τηρεί απόλυτα τις
προεκλογικές της δεσμεύσεις, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες.
.
Τα αποτελέσματα αυτών των ενεργειών συμπεραίνονται από τις ψήφους υπέρ του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP), από το Μάρτιο του 1933 έως τον Αύγουστο του 1934, τα οποία είχαν ως εξής:
(α) Στις 5 Μαρτίου του 1933 διεξήχθησαν οι τελευταίες σχετικά ελεύθερες εκλογές στη Γερμανία – όπου το ναζιστικό κόμμα έλαβε το 44% των ψήφων.
(β) Στις 12 Νοεμβρίου του 1933 ακολούθησαν οι επόμενες εκλογές, όπου όμως το ναζιστικό κόμμα ήταν το μοναδικό που επιτρεπόταν να λάβει μέρος.
Στα εκλογικά τμήματα επικράτησε ο μαζικός εκφοβισμός των εκλογέων, από
τα στελέχη της SA – με αποτέλεσμα το ναζιστικό κόμμα να λάβει το 90% των
ψήφων.
(γ) Στις 19 Αυγούστου του 1934 τελικά, λίγο μετά το θάνατο του προέδρου του τρίτου Ράιχ κ. Hindenburg, διενεργήθηκε ένα δημοψήφισμα – με την πρόταση της ανάθεσης στο Χίτλερ τόσο της θέσης του καγκελάριου, όσο και αυτής του προέδρου. Το 89,9% των Πολιτών ψήφισε υπέρ και ο Χίτλερ «εφοδιάστηκε» με την απόλυτη εξουσία στη χώρα.
.
Ακριβώς μέσα σε αυτό το «χρονικό παράθυρο», μεταξύ του Μαρτίου του 1933, καθώς επίσης του Αυγούστου του 1934, ξεκίνησε η κατασκευή του δικτύου των εθνικών οδών – όπου έως τα μέσα του 1934 υπήρχαν ήδη εργοτάξια και τμήματα δρόμων υπό κατασκευή, σε 131 κοινότητες της χώρας.
Προφανώς δε η υπερβολικά υψηλή ανεργία που υπήρχε τότε, η οποία ήταν ο βασικότερος ίσως παράγοντας εκλογής του Χίτλερ,
άρχισε να υποχωρεί – επειδή οι θέσεις εργασίας στις κατασκευές
αυξάνονταν. Το δίκτυο των εθνικών οδών το 1934 ήταν το παρακάτω, με βάση
μία εικόνα από τη μελέτη των οικονομολόγων:
.
Το δίκτυο των εθνικών οδών το 1934:
Οι σκούρες γραμμές δείχνουν τα τμήματα των εθνικών οδών, τα οποία ήταν
ήδη το 1934 υπό κατασκευή – οι λευκές γραμμές αυτά που προγραμματίζονταν
και είχαν ψηφιστεί. Οι διακεκομμένες γραμμές αναφέρονται στους δρόμους
που σχεδιάζονταν, αλλά δεν είχαν ακόμη εγκριθεί.
.
Συνεχίζοντας, οι οικονομολόγοι ερεύνησαν εάν υπήρχε μία απ’ ευθείας σχέση μεταξύ των κατασκευών των εθνικών οδών και της αποδοχής του ναζιστικού κόμματος
από την πλειοψηφία των πολιτών. Για να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα,
κατέγραψαν την εξέλιξη των αρνητικών ψήφων εναντίον του Χίτλερ, κατά τη
διάρκεια του χρονικού διαστήματος που οι κατασκευές ήταν στο αποκορύφωμα
τους (Νοέμβριος 1933 και Αύγουστος 1934).
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης τους είναι
εκπληκτικά ολοκάθαρα: στις κοινότητες, στις οποίες οι κατασκευές ήταν
ήδη σε λειτουργία ή εντός του εγκεκριμένου σχεδίου, το ναζιστικό κόμμα κατέγραφε μία σημαντική αύξηση των εκλογέων υπέρ του
– σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, όπου επικρατούσαν οι αρνητικές απόψεις.
Σε εκείνες τις κοινότητες δε που δεν θα συμμετείχαν καθόλου στην
κατασκευή του δικτύου, η αλλαγή των ψήφων ήταν ελάχιστη – ήταν δηλαδή
ουδέτερες.
Έργα υποδομής και ανάπτυξη
Με μία πρώτη ματιά, όλα αυτά δεν φαίνονται καθόλου περίεργα – αφού, σύμφωνα με την ευρέως επικρατούσα άποψη, οι κατασκευές εθνικών οδών οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας.
Εν τούτοις, ένας Γερμανός ιστορικός της οικονομίας, ο κ. A. Ritschl, απέδειξε με έρευνα του το 1998 ότι, οι κατασκευές των εθνικών οδών επηρέασαν ελάχιστα την ανάπτυξη στη Γερμανία –
ενώ στο ζενίθ τους απασχολούνταν μόλις 125.000 άτομα. Εκτός αυτού, η
επίδραση των κατασκευών στην παραγωγικότητα της γερμανικής οικονομίας
ήταν σχεδόν αμελητέα – τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια.
Έτσι λοιπόν οι οικονομολόγοι τεκμηριώνουν ότι, η αύξηση της δημοφιλίας του ναζιστικού κόμματος δεν
οφειλόταν στους «σκληρούς οικονομικούς παράγοντες», στα οικονομικά
αποτελέσματα δηλαδή λόγω της κατασκευής των εθνικών οδών – αλλά στα «αισιόδοξα σήματα» που εξέπεμπαν.
Τα πολυάριθμα εργοτάξια στη χώρα έδιναν την εντύπωση στους εκλογείς ότι, μετά από πολλά χρόνια ύφεσης και πολιτικού αποκλεισμού, είχε ανέλθει επιτέλους στην εξουσία ένα κόμμα, το οποίο εργαζόταν για το καλό του λαού του και τηρούσε τις υποσχέσεις του.
.
Τα διδάγματα
Τι μαθήματα όμως θα μπορούσαμε να πάρουμε σήμερα από την εποχή που ανήλθε στην εξουσία ένας άκρως ψυχοπαθής δικτάτορας, ένας «κατά συρροή» εγκληματίας, όπως ο Χίτλερ;
Απλούστατα, στο παράδειγμα των Η.Π.Α. το
2008/09, όταν η παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση, ο τότε νέος
πρόεδρος κ. Obama είχε την ιστορικά σχεδόν μοναδική ευκαιρία να
δαπανήσει τεράστια ποσά – για να τεθεί σε λειτουργία ένα «γιγαντιαίο» πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Στόχος ήταν η αναθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας – αφού το
Κογκρέσο έδωσε την έγκριση του για τη δαπάνη του απίστευτου ποσού των
787 δις $.
Ο πρόεδρος όμως, αντί να δαπανήσει τα
χρήματα εκεί που έπρεπε και είχε ανάγκη η χώρα του, καθώς επίσης εκεί
που τα θετικά αποτελέσματα για την κυβέρνηση του θα ήταν τα μεγαλύτερα
δυνατά, στα δημόσια έργα υποδομής συγκεκριμένα, προτίμησε να τα χαρίσει –
να τα δωρίσει ουσιαστικά στους τερατώδεις ομίλους που χρηματοδότησαν την προεκλογική του εκστρατεία, καθώς επίσης να τα δαπανήσει σε κάθε είδους «αφανείς» δραστηριότητες, οι οποίες δεν έγιναν καθόλου αντιληπτές από τους πολίτες.
Ως εκ τούτου, παρέμειναν τα αεροδρόμια, οι γέφυρες, οι εθνικές οδοί, οι σιδηροδρομικές γραμμές κοκ. στις Η.Π.Α. σε άθλια κατάσταση
– απογοητεύοντας το σύνολο εκείνων των αμερικανών, οι οποίοι είναι
υγιώς σκεπτόμενοι και ενδιαφέρονται πραγματικά για τη χώρα τους (αν και
τα αποτελέσματα στις εκλογές δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικά, λόγω
της τεράστιας αποχής που διαπιστώνεται στη χώρα).
Αντίθετα με τις Η.Π.Α., το «καθεστώς» της Κίνας έχει πάρει τα μαθήματα του από την ιστορία και το Χίτλερ
– αφού τα χρήματα που δαπάνησε για δημόσιες επενδύσεις, ύψους συνολικά
600 δις $, κατευθύνθηκαν σε εμφανή έργα, όπως στην κατασκευή
σιδηροδρομικών γραμμών υψηλής ταχύτητας, σε αεροδρόμια κλπ.
Αυτό σημαίνει πως τα μέλη του κόμματος κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους, γνωρίζοντας πώς εντυπωσιάζεται και πώς ωφελείται ολόκληρος ο λαός – σε αντίθεση με την κυβέρνηση των Η.Π.Α., η οποία υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο την άρχουσα τάξη.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη Γερμανία στην οποία οι δρόμοι, τα σχολεία και οι υπόλοιπες κρατικές υποδομές παραμένουν σε μία αξιοθρήνητη κατάσταση – παρά το ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι πολύ καλή, αφού τρέφεται όσο καμία άλλη από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους.
.
Η Ελλάδα
Όσον αφορά τώρα την Ελλάδα, είναι μάλλον αυτονόητο το ότι, χωρίς την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, είναι πλέον εντελώς αδύνατη η επιστροφή της σε βιώσιμη ανάπτυξη –
πόσο μάλλον η καταπολέμηση της ανεργίας, η αναβίωση του παραγωγικού της
ιστού, η ισοσκέλιση των ισοζυγίων, καθώς επίσης η εξυπηρέτηση του
δημοσίου χρέους.
Η αύξηση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, παρά τις δύο διαγραφές και τις τεράστιες διευκολύνσεις (μείωση των επιτοκίων, επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής), τεκμηριώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την τοποθέτηση μας – ενώ, μετά από έξι σχεδόν χρόνια ύφεσης, η κατάσταση της οικονομίας μας δεν είναι πλέον «ανατρέψιμη», χωρίς μεγάλες νομισματικές «επεμβάσεις», επιλεκτικό προστατευτισμό κλπ.
.
.
Το μάθημα δε που θα έπρεπε να πάρει η
κυβέρνηση, επίσης οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας από τον
Χίτλερ (αλλά και τα κόμματα της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Αυστρίας, της
Ολλανδίας κοκ.), αφορά την εκλογική άνοδο του στην εξουσία – η οποία ήταν το αποτέλεσμα της ανεργίας, του διεθνούς εξευτελισμού των Γερμανών,
της αδυναμίας του κράτους τους τότε να ανταπεξέλθει με τα ελλείμματα ή
με τα χρέη, της εξαθλίωσης μεγάλων μερίδων του πληθυσμού κοκ.
.
Επίλογος
Εάν δεν επικρατήσει ο φασισμός ή οποιοδήποτε ανάλογο αυταρχικό πολίτευμα, η εξέγερση των σκλάβων στον ευρωπαϊκό Νότο, ενδεχομένως και στο Βορά, είναι κάτι περισσότερο από προβλεπόμενη
– ενώ ο συνήθης διάδοχος ανάλογων εξεγέρσεων είναι ο ολοκληρωτισμός, τα
σκοτεινά σύννεφα του οποίου καλύπτουν ήδη τον ουρανό πολλών περιοχών
του πλανήτη.
Το να αναζητούνται λοιπόν από την
πολιτική και από τα ΜΜΕ οι αιτίες της ραγδαίας ανόδου της Χρυσής Αυγής
στην Ελλάδα, του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία κοκ., είναι συνώνυμο με τον ορισμό της ανοησίας – αφού σημαίνει ότι, οι δήθεν «αναζητητές» της αλήθειας εθελοτυφλούν, αρνούμενοι να αποδεχθούν το αυτονόητο, το εντελώς φανερό, αυτό που είναι αδύνατον να κρυφτεί κάτω από τον ήλιο, όσο και αν το θέλουν.
.
Υστερόγραφο: Όσον αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις, συνήθως ακολουθούν τις δημόσιες, επειδή ενθαρρύνονται από αυτές – ενώ οι εγχώριες, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι κατά πολύ σημαντικότερες από τις ξένες, αφού δημιουργούν τις περισσότερες θέσεις εργασίας.
Οι ξένες επενδύσεις, ιδίως οι μεγάλες,
είναι κυρίως κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ενώ μειώνουν τη φορολογική βάση
των κρατών – λόγω της εκτεταμένης φοροαποφυγής που τις διακρίνει. Ειδικά
οι ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων κοινωφελών ή κερδοφόρων επιχειρήσεων, περιορίζουν σημαντικά τις θέσεις εργασίας (άρθρο),
ενώ αυξάνουν δραματικά τις επιβαρύνσεις των εισοδηματικά ασθενέστερων
ομάδων – όπως απέδειξε ο διπλασιασμός της τιμής του νερού στη Γαλλία,
του ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, εάν δεν επενδύει το δημόσιο και δεν ακολουθεί το εγχώριο κεφάλαιο, οι ξένοι επενδυτές που δεν έχουν βραχυπρόθεσμους κερδοσκοπικούς στόχους «απέχουν» – όσο και αν επιχειρείται σκόπιμα να παραπλανηθούν οι Πολίτες, από τις εκάστοτε κυβερνήσεις τους.
Οι βραχυπρόθεσμες δε τοποθετήσεις των ξένων αποτελούν συνήθως μία βραδυφλεγή βόμβα, στα θεμέλια των αδύναμων οικονομιών – οι οποίες καταρρέουν, όταν «μεταναστεύουν» μαζικά τα ξένα κεφάλαια. Η ασιατική κρίση, καθώς επίσης πολλές άλλες διεθνώς, έχουν τεκμηριώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα παραπάνω συμπεράσματα μας.
.
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος,
πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο
του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά
χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις σε όλες τις πόλεις της Γερμανίας.
Έχει εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική
κρίση, ενώ έχει δημοσιεύσει πάνω από 2.500 αναλύσεις σε ηλεκτρονικά και
έντυπα μέσα, με κέντρο βάρους την εθνική και διεθνή μακροοικονομία,
καθώς επίσης το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.