Από τα αγροτικά καγιέν στα...γεμιστά!
Η κατανάλωση είναι ίδιον όλων των έμβιων όντων. Το ανθρώπινο
ον δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Εχουμε ανάγκη να
καταναλώσουμε ύλη και ενέργεια προκειμένου να διατηρήσουμε τις ζωτικές
λειτουργίες μας και να προστατευθούμε απέναντι σε ένα εχθρικό
περιβάλλον.
Επεκτείνοντας την έννοια της οικονομίας που σημαίνει
τη διοίκηση και διαχείριση των του «οίκου» στην μακροκοινωνική κλίμακα
και αναπτύσσοντας την μακροοικονομική επιστήμη, αρχίσαμε όμως να
αντιμετωπίζουμε την κατανάλωση ως αυτοσκοπό. Ο Adam Smith συχνά θεωρούμενος ως ο πατέρας της οικονομίας, έγραφε: «Η παραγωγή δεν έχει άλλο σκοπό παρά την κατανάλωση».
Η οικονομία έχοντας κατακτήσει το δημόσιο τομέα και την οικονομική
επιστήμη και έχοντας αναλάβει τον αποκλειστικό τομέα της αύξησης της
κατανάλωσης- ως συνωνύμου της ευημερίας- μετέτρεψε την κατανάλωση σε κινητήριο δύναμη των σύγχρονων κοινωνιών. Όποιο
και αν ήταν το πρόβλημα η λύση αναζητείτο στην οικονομική μεγέθυνση.
Αυτή η κυριαρχία, η πρόταξη της στενής οικονομικής αντίληψης για τα
πράγματα είναι εμφανής στην ονομασία που δίδεται στις δυτικές
βιομηχανικές κοινωνίες: καταναλωτικές κοινωνίες.
Στον αντίποδα αυτής της «διαστροφής», αναδύεται τελευταία η έννοια της λιτότητας
(frugality): της λιτότητας που δεν είναι ταυτόσημη με την έννοια της
στέρησης λόγω της έλλειψης μέσων ή της ηθελημένης αποχής. Ερνηνεύεται
καλύτερα ως μιά γενικευμένη εγκράτεια στη συμπεριφορά - συνθετικό
στοιχείο της οποίας είναι η διαιτητική εγκράτεια- και ανταποκρίνεται σε
μια αναγκαιότητα ισορροπίας και διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε ό,τι
είναι αναγκαίο για τη ζωή μας και σε αυτό που είναι υπερβάλλον ως προς
το αναγκαίο. Τίθεται βεβαίως το ερώτημα, ποιος ορίζει αυτή τη διαχωριστική γραμμή; Και με βάση ποια κριτήρια;
Η
υποκειμενική διάσταση είναι ασφαλώς πολύ σημαντική ως προς αυτό,
μπορούμε ωστόσο να θεωρήσουμε οτι υπάρχει παντού ένα ποσοτικώς ελάχιστο
για την ικανοποίηση των αναγκών του βίου, ένα ελάχιστο ως προς τη
διατροφή, την ένδυση ή την κατοίκηση. Ασφαλώς η ιστορία, ο πολιτισμός, οι ιεραρχήσεις των αξιών παίζουν ουσιαστικό και πρωτεύοντα ρόλο σε αυτή την εκτίμηση. Ορίζουν την ποιοτική της διάσταση. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα από τα πολλά παραδείγματα, η έννοια της ευημερίας δεν είναι παντού η ίδια, διαφοροποιείται αναλόγως των συνηθειών και των προτύπων άνεσης της καταναλωτικής κοινωνίας.
Αυτή η τελευταία τίθεται άλλωστε σε αμφισβήτηση, μέσω της έννοιας της λιτότητας. Σε δύο επίπεδα: πρώτα απ'όλα φιλοσοφικά, ως προς το γεγονός οτι εισάγει ανάγκες, πολλές εκ των οποίων τεχνητά συντηρούνται ή αναπαράγονται. Κατόπιν οικονομικά,
ως προς το γεγονός οτι αυτές οι ανάγκες, διαδιδόμενες εις το εξής σε
ολόκληρο τον κόσμο, δεν εμπίπτουν στην εμβέλεια παρά μόνο μιάς
μειονότητας και κατά συνέπεια προκαλούν εκ των πραγμάτων αυξανόμενη
αίσθηση στέρησης και μη ικανοποίησης στους πολλούς.
Η λιτότητα λοιπόν ( frugality και όχι austerity) αποτελεί μια εναλλακτική φιλοσοφία, μία νέα θεώρηση του βίου που εγκαθιδρύει στη θέση των σημερινών ασσυμετριών και δυσλειτουργειών, μιά απαίτηση ισορροπίας, όχι μόνο στην κλίμακα της κοινωνίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων αλλά εξίσου στην ατομική κλίμακα, μεταξύ αναγκών και μέσων εκπλήρωσης αυτών των αναγκών και κυρίως μεταξύ υλικών αναγκών και ηθικών και αισθητικών απαιτήσεων.
Πρόκειται
για την αέναη αναζήτηση του Ανθρώπου μεταξύ των υλικών αναγκαιοτήτων
και των πνευματικών διαστάσεων του βίου. Δεν πρόκειται άλλωστε για
αυτοσκοπό αλλά μόνο για ένα εργαλείο στην υπηρεσία μιάς καλύτερης
ποιότητας ζωής.
Το βασικότερο όμως είναι οτι ο όρος λιτότητα (επαναλαμβάνουμε ως frugality και όχι austerity) αποτελεί, τα τελευταία χρόνια, αντικείμενο της σύγχρονης αναπτυξιακής συζήτησης.
Ένα
κείμενο της UNESCO ανοίγοντας, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '90
τη συζήτηση αυτή, τονίζει οτι η λιτότητα δεν είναι μια ηθική αρχή αλλά
μιααρχή ευημερίας και ευζωίας. Η ιδέα αυτής της λιτότητας είναι
συνυφασμένη με την «ευδαιμονία», θέτει δηλαδή ως πρωταρχικό μέλημα την
ικανοποίηση, χρησιμοποιώντας, ωστόσο, περιορισμένη ποσότητα πόρων. Ο
λιτός άνθρωπος είναι ένας «υπεύθυνος (συνειδητοποιημένος) ηδονιστής»
και κατά συνέπεια το εντελώς αντίθετο από ένα πένητα.
Η Επικούρεια
φιλοσοφία, για παράδειγμα, ήταν μια σχολή λιτότητας.Για τον Επίκουρο, η
επιλογή μιας λιτής ζωής δεν αποκλείει την πολυτέλεια, εισάγει όμως δυό
βασικές προυποθέσεις:
• την προτεραιότητα στις απλές και απαραίτητες, σε αντίθεση με τις πολυτελείς και ψεύτικες ικανοποιήσεις
•
τη μη εξάρτηση από αυτές τις ικανοποιήσεις που σημαίνει οτι βασικό
κριτήριο είναι να μπορούν να αποκτηθούν με περιορισμένους πόρους.
Κατά
τον Επίκτητο, η έννοια της ευδαιμονίας εδράζεται στη γνώση των
«εφ'ημίν» (στα οποία υπάγονται οι προσωπικές μας πράξεις, οι σκέψεις
κλπ.) και των «ουκ εφ' ημίν» (στα οποία υπάγονται ο πλούτος, η δόξα
κλπ.).
Η λιτότητα αυτή, συνυφασμένη με την επιστροφή στη φύση, με
την υγιεινή ζωή, με την υπεύθυνη κατανάλωση, με την ανάληψη του
πεπρωμένου μας στα χέρια μας, τείνει να γίνει μια αρχή ευημερίας που την ασπάζεται μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων πολιτών.
Εφαρμοζόμενη, για παράδειγμα, στον διατροφικό τομέα οδηγεί στην
αντικατάσταση των θερμίδων από τις απολαυστικές γεύσεις, των λιπών και
σακχάρων από φρούτα και λαχανικά, της ποσότητας από την ποιότητα. Ωστόσο
δεν αποτελεί ηθική αρχή, «η λιτότητα με την φιλοσοφική έννοια, δεν
είναι μια αρετή», μας υπενθυμίζει το κείμενο της UNESCO...η λιτότητα
στοχεύει στην ευημερία του ατόμου και συμβάλλει στον να προσεγγίσει το
άτομο αποτελεσματικότερα αυτό που είναι ουσιαστικό για τη ζωή του.
Η
λιτότητα λοιπόν θα μπορούσε πράγματι να γίνει, ιδιαίτερα σε περιόδους
κρίσης, μια πολιτική αρχή. Εχοντας ήδη πείσει τους οικολόγους,τους
καταναλωτές, τους διατροφολόγους και τους παραγωγούς, η έννοια αυτή
αρχίζει να αναδύεται ως πολιτική ιδέα. Στη Γαλλία, υψηλό κρατικό
στέλεχος προτείνει την «λιτή αφθονία» ως μια νέα αρχή θεμελίωσης της
δημόσιας δράσης. H λέξη λιτότητα κάνει σιγά σιγά την πορεία της
στο πολιτικό λεξιλόγιο, συνάδοντας με τις συζητήσεις για τον κρατικό
προυπολογισμό και την οικολογία αλλά επίσης με τις έννοιες της
ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας...
Οι Σκανδιναβικές
χώρες - και κυρίως η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία- είναι σήμερα οι
περισσότερο ενεργές στην τήρηση της αρχής αυτής. Πολλές από αυτές, έχουν
όχι μόνο εγγράψει αυτό το στόχο στην πολιτική τους ατζέντα αλλά έχουν
διακηρύξει τη βούλησή τους να αποτελέσουν παραδείγματα για ολόκληρο τον
πλανήτη. Παρά, το υψηλό επίπεδο ζωής τους, θεωρούνται σήμερα ως
πρωτοπόροι της «υπεύθυνης και βιώσιμης κατανάλωσης».
Στην Ελλάδα της κρίσης και των «μνημονίων», τι κάνουμε; Μιλούμε σε μάλλον απαίδευτους για το ζήτημα αυτό, πολίτες είτε για «λιτό βίο» είτε για «γεμιστά»...Είναι
όμως αυτό αρκετό για να ανασχέσει τον καταναλωτικό εθισμό που
εκφράζεται, επιτρέψτε μου να πω, ακόμη και με τον τρόπο που κάποιες
κοινωνικές ομάδες διαμαρτύρονται καταστρέφοντας με δριμύτητα το ίδιο το
προιόν τους;
Αυτή η «λευκή» εξέγερση των αγροτών με το γάλα να χύνεται
με ένα χυδαίο τρόπο ( όταν κάποιοι ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό)
δείχνει τουλάχιστον απαίδευτους επαγγελματίες με έλλειψη φαντασίας...που
επιδίδονται σε ένα «συντεχνιακό ατομισμό».
Εν κατακλείδι, παραφράζοντας τη ρήση του Δρ Σόϊμπλε, «Πρόκειται για την ανάγκη παιδείας και πολιτικής στοχοθεσίας...ηλίθιε!»