Η αλήθεια για την υπερχρέωση
O κύκλος των τελευταίων 200 ετών αποδεικνύει ότι, το ποσοστό των χωρών παγκοσμίως που προέβησαν σε διαγραφή ή αναδιάρθρωση των χρεών τους, φτάνει σε ορισμένες εποχές στο 50% – οπότε άδικα κατηγορείται η Ελλάδα.
«Όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει ένα ορισμένο ύψος, τότε δεν
υπάρχει ούτε ένα και μοναδικό παράδειγμα, από όσα γνωρίζω, όπου να επιτεύχθηκε
ποτέ, με δίκαιο τρόπο, η εξ ολοκλήρου αποπληρωμή του.
Σε εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που έγινε δυνατή σε κάποιο
βαθμό η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, συνέβη με τη χρήση της χρεοκοπίας – την οποία είχε
παραδεχθεί κανείς ανοιχτά, χωρίς κανένα δισταγμό. Ακόμη και όταν υπήρξε συχνά
μία ονομαστική επιστροφή του χρέους, στην πραγματικότητα επρόκειτο για μία
ολοκάθαρη χρεοκοπία» (Adam Smith).
.
Έχουμε
κουραστεί να ακούμε συνεχώς πως οι Έλληνες και η χώρα τους είναι ένοχοι για όλα
όσα συμβαίνουν – ενώ
δεν υπάρχει καμία ελπίδα για το μέλλον, αφού η Ευρώπη έχει ξεγράψει ήδη την
Ελλάδα. Έχουμε επίσης κουραστεί να ακούμε την διαμετρικά
αντίθετη άποψη: πως δεν φταίνε για τίποτα απολύτως οι Έλληνες, αλλά μόνο η
πολιτική τους ηγεσία και το διεφθαρμένο δημόσιο.
Τίποτα
από τα δύο δεν αντιπροσωπεύει προφανώς την πραγματικότητα – την αλήθεια που πρέπει να
αναζητείται, με στόχο τη διόρθωση των κακώς κειμένων. Όχι
την ανούσια θυματοποίηση ή κακοπροαίρετη κριτική, η οποία δεν βοηθάει στην
αντιμετώπιση των προβλημάτων μας.
Η
αλήθεια είναι ότι, για ορισμένα πράγματα φταίμε εμείς, για κάποια άλλα οι
κυβερνήσεις μας, για την κρίση η πολιτική της Ευρωζώνης, της Γερμανίας και το
βρώμικο μυστικό της ΕΚΤ (ανάλυση),
ενώ για την
ολοκληρωτική καταστροφή της Ελλάδας μετά το 2009 τόσο οι λανθασμένες «συνταγές»
της Τρόικας, όπως παραδέχθηκε ακόμη και το ΔΝΤ (άρθρο),
όσο και η κακή, σκόπιμα ή μη, εφαρμογή των μνημονίων – όπου επιλέχθηκαν οι
μειώσεις μισθών και εισοδημάτων, καθώς επίσης οι υπερβολικές αυξήσεις των
(δυστυχώς μη ανταποδοτικών στην πατρίδα μας) φόρων, αντί για τις πραγματικές
διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται στην οικονομία μας.
Το
αποτέλεσμα της ήταν η
κατάρρευση του ΑΕΠ, οπότε η είσοδος της χώρας μας στο σπιράλ του θανάτου –
από το οποίο δεν υπάρχει καμία δυνατότητα εξόδου, εκτός από την ονομαστική
διαγραφή μέρους (50%) των δημοσίων χρεών μας.
Ειδικά
όσον αφορά την υπερχρέωση μετά την είσοδο μας στην Ευρωζώνη, ο μεγάλος υπεύθυνος είναι ασφαλώς
τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού μας – λόγω ακριβώς της συμμετοχής
μας στη νομισματική ένωση. Στην Ελλάδα και στην Ιταλία υπερχρεώθηκε το δημόσιο,
ενώ στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στην Κύπρο κοκ. ο ιδιωτικός τομέας – όπου όμως
η πολιτική που επιβλήθηκε μετά στη χώρα μας, συγκριτικά με τις υπόλοιπες, ήταν
εκδικητικά καταστροφική.
Σε
κάθε περίπτωση, ο κύκλος της υπερχρέωσης των τελευταίων 200 ετών αποδεικνύει
ότι, το ποσοστό των
χωρών παγκοσμίως που προέβησαν σε διαγραφή ή αναδιάρθρωση των χρεών τους φτάνει
σε ορισμένες εποχές στο 50% (γράφημα, πηγή) – γεγονός που σημαίνει πως είναι ανόητο να
κατηγορούμε τη χώρα μας, σαν να είναι η μοναδική, η οποία υπερχρεώθηκε.
Κρατικό εξωτερικό χρέος (1800-2006). Ποσοστό χωρών που χρεοκόπησαν ή αναδιάρθρωσαν τα χρέη τους (αριστερή στήλη).
Κρατικό εξωτερικό χρέος (1800-2006). Ποσοστό χωρών που χρεοκόπησαν ή αναδιάρθρωσαν τα χρέη τους (αριστερή στήλη).
.
Όπως
τεκμηριώνεται λοιπόν, η
επανάληψη του ιδίου λάθους από πολλές χώρες οφείλεται σε δομικές αιτίες
– κυρίως στην εισροή και εκροή κεφαλαίων, η οποία καθορίζεται από την εκάστοτε
πολιτική επιτοκίων που υιοθετούν τα κράτη. Εδώ οφείλονται οι περισσότερες
κρίσεις – όπως η ασιατική, η οποία είχε αλυσιδωτές συνέπειες.
Άλλωστε
για το λόγο αυτό
επιμένει το ΔΝΤ στον περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων
(capital controls, πηγή). Η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, το άνοιγμα των
συνόρων δηλαδή στους διεθνείς επενδυτές και στα κερδοσκοπικά κεφάλαια, κατ’
απαίτηση των Η.Π.Α., οδήγησε στη δημιουργία βουνών
χρεών σε παγκόσμιο επίπεδο – η αντιμετώπιση των οποίων είναι αδύνατη, χωρίς
μαζικές διαγραφές.
Από
την άλλη πλευρά το παράδειγμα της Ολλανδίας, μέλους της Ευρωζώνης, όπου ο
ιδιωτικός της τομέας είναι υπερχρεωμένος (άρθρο), καθώς επίσης της Σουηδίας, η οποία
έχει το δικό της νόμισμα (άρθρο), τεκμηριώνουν πως το πρόβλημα εν προκειμένω δεν
είναι το ευρώ – αλλά η πολιτική των τραπεζών και τα επιτόκια που ισχύουν.
Τα
μειονεκτήματα του ευρώ οφείλονται
κυρίως στην πολιτική του μερκαντιλισμού που έχει υιοθετήσει η Γερμανία
(άρθρο) – η οποία παράγει υπερβολικά πλεονάσματα,
υποχρεώνοντας σε αντίστοιχα ελλείμματα τους εταίρους της. Επίσης στη μη ολοκλήρωση
της ζώνης του ευρώ, με την τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική ένωση της. Ως
εκ τούτου, εάν δεν επιλυθούν ριζικά τα δύο αυτά προβλήματα, η Ευρωζώνη θα
καταρρεύσει – με δυσάρεστα επακόλουθα για ολόκληρο τον πλανήτη.
.