Sunday, April 12, 2009
Πηγή : "KOΣΜΟΣ του ΕΠΕΝΔΥΤΗ"του Νίκου Φελνίκου
Δύο προτάσεις αξίας 35 δισ. (11-04-2009)
Η Ελλάδα είναι μια αστεία χώρα. Τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση εξαγγέλλει μέτρα, παγώνει μισθούς και συντάξεις, βάζει φόρους με στόχο την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των δαπανών προκειμένου να συμμαζευτούν τα δημόσια οικονομικά.
Τι ελπίζει να εισπράξει; Περίπου 600 εκατ. ευρώ, άντε να φτάσει το 1 δισ. ευρώ αν όλα πάνε καλά και επιτευχθεί και η κατά 10% μείωση των ελαστικών δαπανών. Να μαζέψει κι άλλο 1 δισ. ευρώ από νομιμοποιήσεις αυθαίρετων ημιυπαίθριων χώρων, πωλήσεις ποσοστών ΔΕΚΟ που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, ποσοστό καζίνο Πάρνηθας, Ολυμπιακή ή οτιδήποτε άλλο ήθελε σκεφθεί το οικονομικό επιτελείο; Ένα και ένα μάς κάνουν δύο (2) δισ. ευρώ. Θέλετε περισσότερα; Ας είναι τρία, άντε και τέσσερα. Κι όμως, υπάρχουν τρόποι με τους οποίους το Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει πολλαπλάσια, χωρίς μάλιστα να υπάρξει κοινωνική αναστάτωση. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει η κυβέρνηση να αποφασίσει ότι θα συγκρουστεί προκειμένου να αναιρεθεί η πεποίθηση του «εύκολου κράτους», την οποία έχουν οι μεγάλες πολυεθνικές για τη χώρα μας. Εάν το πράξει μπορεί να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα ακόμη και πέντε φορές απ’ ό,τι ελπίζει με όλα αυτά τα (ημί)μετρα να εισπράξει η κυβέρνηση. Εκ παραλλήλου θα αποτινάξει και τη ρετσινιά της ατολμίας και του ραγιαδισμού που αποδίδεται στην ιθύνουσα αστική πολιτική τάξη. Είναι γεγονός ότι στη δύσκολη οικονομικά εποχή που ζούμε απαιτείται η λήψη δυναμικών μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα, τα οποία θα έχουν στόχο τη συνεχή ενδυνάμωση της αγοράς και τη μόνιμη ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα διαρθρωτικών αλλαγών, σε αντίθεση με μέτρα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, των οποίων το μοναδικό αποτέλεσμα είναι η παροδική τόνωση της αγοράς, δημιουργώντας συγχρόνως την ψευδαίσθηση ότι έχει επέλθει η εκτόνωση της οικονομικής κρίσης, ενώ η καθημερινή πραγματικότητα παραμένει τελείως διαφορετική. Ένα τέτοιο μέτρο, το οποίο θα επιφέρει διαρθρωτικές αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς γιατί θα οδηγήσει αναγκαστικά στη βελτίωση των τιμών προς τον τελικό καταναλωτή, αποτελεί και η πρόσφατη εισαγωγή κανόνων τεκμηρίωσης στις ενδοομιλικές συναλλαγές -το γνωστό transfer pricing- από το υπουργείο Ανάπτυξης, αφού η τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί ένας πολυεθνικός όμιλος επιχειρήσεων στις ενδοομιλικές συναλλαγές του έχει άμεση επίδραση στην κατανομή των κερδών στις διάφορες εταιρείες του ομίλου και μπορεί να αυξήσει με τεχνικό τρόπο την τιμή πώλησης των προϊόντων στον τελικό καταναλωτή, μειώνοντας έτσι την αγοραστική δύναμη του τελευταίου. Ωστόσο, μολονότι η εισαγωγή κανόνων τεκμηρίωσης αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, το γεγονός ότι προέρχεται από το υπουργείο Ανάπτυξης -και όχι από το υπουργείο Οικονομικών, όπως συμβαίνει σε κάθε άλλο κράτος του κόσμου- περιορίζει σημαντικά την αποτελεσματικότητά του για τους παρακάτω λόγους: Η πρωτοβουλία του υπουργείου Ανάπτυξης, οπωσδήποτε αξιέπαινη και θεμιτή, στοχεύει κυρίως στην καταπολέμηση της τεχνικής αύξησης των τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετ, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η ακρίβεια που βιώνει καθημερινά ο πολίτης. Αυτός όμως δεν είναι ούτε ο μοναδικός ούτε ο κύριος στόχος του transfer pricing. Ο βασικός του στόχος είναι να εξασφαλίσει ότι οι ενδοομιλικές τιμολογήσεις γίνονται μέσα στα πλαίσια που καθορίζουν οι συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, έτσι ώστε να μην παρατηρείται το φαινόμενο της μεταφοράς φορολογικής ύλης από τη χώρα στην οποία αυτή δημιουργείται σε άλλες χώρες όπου θα τύχει διαφορετικής αντιμετώπισης προς όφελος των πολυεθνικών εταιρειών. Γι’ αυτόν τον λόγο σε όλα τα κράτη όπου υπάρχει νομοθεσία transfer pricing, αυτή έχει εισαχθεί από το αντίστοιχο υπουργείο Οικονομικών, αρμόδιες για τον έλεγχο και την ορθή τήρηση των κανόνων του είναι οι φορολογικές Αρχές, ενώ και η παράβαση των σχετικών κανόνων συνεπάγεται την επιβολή σοβαρών φορολογικών κυρώσεων. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να γίνει και στην Ελλάδα η άμεση σύνδεση της νομοθεσίας του transfer pricing με τη φορολογική νομοθεσία, η οποία στο σημείο αυτό παραμένει ανεπαρκής, αφού έχει ξεπεραστεί πλέον από τις εξελίξεις. Πράγματι, η σχετική διάταξη της φορολογίας εισοδήματος σχετικά με τις υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις αδυνατεί να αντιμετωπίσει περιπτώσεις όπου οι ελληνικές πολυεθνικές εταιρείες είναι αυτές που χρησιμοποιούν αθέμιτες πρακτικές transfer pricing είτε υπερτιμολογώντας την αγορά αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών από το εξωτερικό είτε υποτιμολογώντας την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας παρένθετες ξένες εταιρείες, μεταφέροντας με αυτόν τον τρόπο σημαντική φορολογική ύλη εκτός Ελλάδας. Το νομικό αυτό κενό όμως έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών φορολογικών εσόδων κάθε χρόνο για το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο επιχειρεί να αντισταθμίσει την απώλεια με σπασμωδικές κινήσεις, όπως είναι η επιβολή νέων φόρων, σαν τον πρόσφατο κεφαλικό φόρο, που επιβαρύνουν κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, παρ’ όλο που ήδη σηκώνουν το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος. Σύμφωνα με μελέτη η οποία έγινε από τον «ΚτΕ» σε συνεργασία με μία από τις πλέον έγκυρες και μεγάλες εταιρείες που ειδικεύονται σ’ αυτά τα θέματα, το Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ. Ναι, όπως το διαβάζετε. Όχι 1, 2, 3 ή 4 δισ., αλλά 15 δισ. ευρώ! Ένα άλλο δραστικό αλλά εξίσου αναγκαίο νομοθετικό μέτρο -το οποίο σε πολλά κράτη θεωρείται συμπληρωματικό της νομοθεσίας του transfer pricing, αφού εφαρμόζεται κυρίως στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού ομίλου, και το οποίο θα τονώσει σημαντικά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, αφού θα εμποδίζει την απογύμνωση των χρηματικών διαθεσίμων μιας εταιρείας με τη μορφή της αποπληρωμής δανειακών υποχρεώσεων, οι οποίες τις περισσότερες φορές έχουν δημιουργηθεί ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο- είναι η εισαγωγή κανόνων που απαγορεύουν τον εκτεταμένο ενδοομιλικό δανεισμό μιας εταιρείας σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά της (thin capitalization). Με βάση τους κανόνες αυτούς, η σχέση των ιδίων κεφαλαίων μιας εταιρείας συγκρινόμενων με τα ξένα κεφάλαια (δηλ. τον εξωτερικό δανεισμό της) δεν πρέπει να υπερβαίνει μια συγκεκριμένη αναλογία, π.χ. 1 προς 3. Εάν δηλαδή μια εταιρεία έχει ίδια κεφάλαια 100, ο εξωτερικός της δανεισμός δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος του 300. Ως εξωτερικός δανεισμός θεωρείται ο ενδοομιλικός δανεισμός ή ο δανεισμός τον οποίο εγγυώνται οι εταιρείες του ομίλου, και όχι βέβαια ο δανεισμός που προέρχεται από ανεξάρτητους πιστωτικούς ή χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Στα προηγμένα κράτη της Δύσης και στα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συγκεκριμένη νομοθεσία υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ σε άλλα κράτη όπως η Μεγάλη Βρετανία το σχετικό φαινόμενο ρυθμίζεται στο πλαίσιο της transfer pricing νομοθεσίας. Η σχέση ιδίων και ξένων κεφαλαίων, ανάλογα με το πόσο αυστηρό είναι το σχετικό νομικό πλαίσιο, κυμαίνεται από 1 προς 1,5 μέχρι 1 προς 4. Για παράδειγμα, στη Γαλλία είναι 1 προς 1,5, στην Πορτογαλία 1 προς 2, σε Ισπανία, Πολωνία, Ολλανδία και Ουγγαρία 1 προς 3, ενώ στις Ιταλία, Τσεχία, Σλοβενία και Δανία 1 προς 4. Τι ισχύει στη χώρα μας; Η αναλογία είναι 1 προς 1.000 ή και πολύ περισσότερο. Σε περίπτωση δε όπου η σχέση αυτή υπερβεί την αναλογία που προβλέπει ο νόμος, τότε οι υπερβάλλοντες τόκοι που έχουν καταβληθεί σε παράβαση του νόμου δεν εκπίπτουν από τα φορολογικά έσοδα των εταιρειών, ενώ μπορεί να επιβάλλονται και άλλες φορολογικές κυρώσεις. Στην Ελλάδα, επειδή δεν υπάρχει ανάλογο νομοθετικό πλαίσιο, παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο ελληνικές εταιρείες θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων να έχουν ελάχιστα ίδια κεφάλαια και τεράστιο δανεισμό, κυρίως από άλλες εταιρείες του ομίλου που έχουν την έδρα τους σε διεθνή χρηματοοικονομικά κέντρα με χαμηλό φορολογικό συντελεστή. Η ανυπαρξία του κατάλληλου νομικού πλαισίου έχει ως αποτέλεσμα τη φορολογική έκπτωση των τόκων των ενδοομιλικών δανειακών υποχρεώσεων, με συνέπεια τη μείωση της ρευστότητάς τους, η οποία θα μπορούσε να διοχετευθεί σε άλλους διαύλους περισσότερο επωφελείς για την ελληνική οικονομία. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι η σχετική νομοθεσία των ΗΠΑ απαγορεύει την πληρωμή τόκων σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των χρηματικών διαθεσίμων της εταιρείας. Εάν όμως υπήρχε και στη χώρα μας αντίστοιχο νομικό πλαίσιο, τότε ο δανεισμός από τις εταιρείες του ομίλου θα μειωνόταν εκ των πραγμάτων, η φορολογική βάση των ελληνικών εταιρειών θα μεγάλωνε σημαντικά, αφού πλέον οι εταιρείες θα εξέπιπταν λιγότερους τόκους, ενώ και η ρευστότητά τους ασφαλώς θα βελτιωνόταν με γρήγορους ρυθμούς, αφού δεν θα ήταν αναγκασμένες να στερούνται τα χρηματικά τους διαθέσιμα. Σε περίπτωση δε που το μέτρο αυτό συνδυαστεί και με την κατάργηση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων, ο οποίος ανέρχεται σε 1% του μετοχικού κεφαλαίου, σύμφωνα και με όσα ευαγγελίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση για το έτος 2010 και μετά, τότε οι ελληνικές εταιρείες θα έχουν ένα επιπλέον κίνητρο για να βελτιώσουν την καθαρή τους θέση, αφού η εισροή ιδίων κεφαλαίων θα γίνει δίχως φορολογικό κόστος. Εάν λοιπόν η ιθύνουσα αστική πολιτική τάξη δεν ετύρβαζε περί άλλα και ήθελε όντως να καταστήσει τη χώρα σοβαρό δυτικοευρωπαϊκό κράτος, θα έκανε το αυτονόητο. Θα νομοθετούσε να ισχύσει και σ’ εμάς ό,τι ισχύει παντού. Ούτε επαναστάσεις, ούτε ζοριλίκια και πομφόλυγες. Είναι διεθνής πρακτική, αλλά και κοινοτική σύσταση προς τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση; Γιατί να χάνει κεφάλαια; Γιατί να μην εισπράττει έσοδα; Δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι μια τέτοια ρύθμιση, όπως και η προηγούμενη του transfer pricing, μπορεί να αποτελεί αντικείμενο «άλλων» διαπραγματεύσεων. Ποιο το όφελος από το δεύτερο μέτρο; Οι εταιρείες πιθανότατα θα αναγκάζονταν να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίων τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ. Αυτό τουλάχιστον είναι το συμπέρασμα της μελέτης που προαναφέραμε. Η εισαγωγή ενός τέτοιου ποσού, ειδικά αυτή την περίοδο, στην ελληνική οικονομία νομίζω ότι δεν θα ήταν καθόλου αξιοκαταφρόνητη. Εφόσον η παρούσα κυβέρνηση δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να πράξει τα αυτονόητα, να επιβάλει δηλαδή να ισχύει και στη χώρα μας ό,τι ισχύει και στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά και διεθνώς, ελπίζω τις δύο προτάσεις να τις υιοθετήσει και να τις κάνει πράξη η επόμενη. Οι δύο προτάσεις ούτε επαναστατικές, ούτε ριζοσπαστικές ή καινοτόμες είναι. Είναι στοιχειώδης απόδειξη ότι η χώρα που λέγεται Ελλάς συμβαδίζει, τουλάχιστον νομοθετικά, με τους εταίρους της. Εάν αυτή η νομοθετική εξίσωση είναι και επωφελής, που είναι, για τα δημόσια έσοδα, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μη γίνει. Εάν υπάρχει αντίλογος, ευχαρίστως να τον ακούσουμε...
Τι ελπίζει να εισπράξει; Περίπου 600 εκατ. ευρώ, άντε να φτάσει το 1 δισ. ευρώ αν όλα πάνε καλά και επιτευχθεί και η κατά 10% μείωση των ελαστικών δαπανών. Να μαζέψει κι άλλο 1 δισ. ευρώ από νομιμοποιήσεις αυθαίρετων ημιυπαίθριων χώρων, πωλήσεις ποσοστών ΔΕΚΟ που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, ποσοστό καζίνο Πάρνηθας, Ολυμπιακή ή οτιδήποτε άλλο ήθελε σκεφθεί το οικονομικό επιτελείο; Ένα και ένα μάς κάνουν δύο (2) δισ. ευρώ. Θέλετε περισσότερα; Ας είναι τρία, άντε και τέσσερα. Κι όμως, υπάρχουν τρόποι με τους οποίους το Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει πολλαπλάσια, χωρίς μάλιστα να υπάρξει κοινωνική αναστάτωση. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει η κυβέρνηση να αποφασίσει ότι θα συγκρουστεί προκειμένου να αναιρεθεί η πεποίθηση του «εύκολου κράτους», την οποία έχουν οι μεγάλες πολυεθνικές για τη χώρα μας. Εάν το πράξει μπορεί να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα ακόμη και πέντε φορές απ’ ό,τι ελπίζει με όλα αυτά τα (ημί)μετρα να εισπράξει η κυβέρνηση. Εκ παραλλήλου θα αποτινάξει και τη ρετσινιά της ατολμίας και του ραγιαδισμού που αποδίδεται στην ιθύνουσα αστική πολιτική τάξη. Είναι γεγονός ότι στη δύσκολη οικονομικά εποχή που ζούμε απαιτείται η λήψη δυναμικών μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα, τα οποία θα έχουν στόχο τη συνεχή ενδυνάμωση της αγοράς και τη μόνιμη ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα διαρθρωτικών αλλαγών, σε αντίθεση με μέτρα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, των οποίων το μοναδικό αποτέλεσμα είναι η παροδική τόνωση της αγοράς, δημιουργώντας συγχρόνως την ψευδαίσθηση ότι έχει επέλθει η εκτόνωση της οικονομικής κρίσης, ενώ η καθημερινή πραγματικότητα παραμένει τελείως διαφορετική. Ένα τέτοιο μέτρο, το οποίο θα επιφέρει διαρθρωτικές αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς γιατί θα οδηγήσει αναγκαστικά στη βελτίωση των τιμών προς τον τελικό καταναλωτή, αποτελεί και η πρόσφατη εισαγωγή κανόνων τεκμηρίωσης στις ενδοομιλικές συναλλαγές -το γνωστό transfer pricing- από το υπουργείο Ανάπτυξης, αφού η τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί ένας πολυεθνικός όμιλος επιχειρήσεων στις ενδοομιλικές συναλλαγές του έχει άμεση επίδραση στην κατανομή των κερδών στις διάφορες εταιρείες του ομίλου και μπορεί να αυξήσει με τεχνικό τρόπο την τιμή πώλησης των προϊόντων στον τελικό καταναλωτή, μειώνοντας έτσι την αγοραστική δύναμη του τελευταίου. Ωστόσο, μολονότι η εισαγωγή κανόνων τεκμηρίωσης αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, το γεγονός ότι προέρχεται από το υπουργείο Ανάπτυξης -και όχι από το υπουργείο Οικονομικών, όπως συμβαίνει σε κάθε άλλο κράτος του κόσμου- περιορίζει σημαντικά την αποτελεσματικότητά του για τους παρακάτω λόγους: Η πρωτοβουλία του υπουργείου Ανάπτυξης, οπωσδήποτε αξιέπαινη και θεμιτή, στοχεύει κυρίως στην καταπολέμηση της τεχνικής αύξησης των τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετ, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η ακρίβεια που βιώνει καθημερινά ο πολίτης. Αυτός όμως δεν είναι ούτε ο μοναδικός ούτε ο κύριος στόχος του transfer pricing. Ο βασικός του στόχος είναι να εξασφαλίσει ότι οι ενδοομιλικές τιμολογήσεις γίνονται μέσα στα πλαίσια που καθορίζουν οι συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, έτσι ώστε να μην παρατηρείται το φαινόμενο της μεταφοράς φορολογικής ύλης από τη χώρα στην οποία αυτή δημιουργείται σε άλλες χώρες όπου θα τύχει διαφορετικής αντιμετώπισης προς όφελος των πολυεθνικών εταιρειών. Γι’ αυτόν τον λόγο σε όλα τα κράτη όπου υπάρχει νομοθεσία transfer pricing, αυτή έχει εισαχθεί από το αντίστοιχο υπουργείο Οικονομικών, αρμόδιες για τον έλεγχο και την ορθή τήρηση των κανόνων του είναι οι φορολογικές Αρχές, ενώ και η παράβαση των σχετικών κανόνων συνεπάγεται την επιβολή σοβαρών φορολογικών κυρώσεων. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να γίνει και στην Ελλάδα η άμεση σύνδεση της νομοθεσίας του transfer pricing με τη φορολογική νομοθεσία, η οποία στο σημείο αυτό παραμένει ανεπαρκής, αφού έχει ξεπεραστεί πλέον από τις εξελίξεις. Πράγματι, η σχετική διάταξη της φορολογίας εισοδήματος σχετικά με τις υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις αδυνατεί να αντιμετωπίσει περιπτώσεις όπου οι ελληνικές πολυεθνικές εταιρείες είναι αυτές που χρησιμοποιούν αθέμιτες πρακτικές transfer pricing είτε υπερτιμολογώντας την αγορά αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών από το εξωτερικό είτε υποτιμολογώντας την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας παρένθετες ξένες εταιρείες, μεταφέροντας με αυτόν τον τρόπο σημαντική φορολογική ύλη εκτός Ελλάδας. Το νομικό αυτό κενό όμως έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών φορολογικών εσόδων κάθε χρόνο για το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο επιχειρεί να αντισταθμίσει την απώλεια με σπασμωδικές κινήσεις, όπως είναι η επιβολή νέων φόρων, σαν τον πρόσφατο κεφαλικό φόρο, που επιβαρύνουν κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, παρ’ όλο που ήδη σηκώνουν το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος. Σύμφωνα με μελέτη η οποία έγινε από τον «ΚτΕ» σε συνεργασία με μία από τις πλέον έγκυρες και μεγάλες εταιρείες που ειδικεύονται σ’ αυτά τα θέματα, το Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ. Ναι, όπως το διαβάζετε. Όχι 1, 2, 3 ή 4 δισ., αλλά 15 δισ. ευρώ! Ένα άλλο δραστικό αλλά εξίσου αναγκαίο νομοθετικό μέτρο -το οποίο σε πολλά κράτη θεωρείται συμπληρωματικό της νομοθεσίας του transfer pricing, αφού εφαρμόζεται κυρίως στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού ομίλου, και το οποίο θα τονώσει σημαντικά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, αφού θα εμποδίζει την απογύμνωση των χρηματικών διαθεσίμων μιας εταιρείας με τη μορφή της αποπληρωμής δανειακών υποχρεώσεων, οι οποίες τις περισσότερες φορές έχουν δημιουργηθεί ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο- είναι η εισαγωγή κανόνων που απαγορεύουν τον εκτεταμένο ενδοομιλικό δανεισμό μιας εταιρείας σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά της (thin capitalization). Με βάση τους κανόνες αυτούς, η σχέση των ιδίων κεφαλαίων μιας εταιρείας συγκρινόμενων με τα ξένα κεφάλαια (δηλ. τον εξωτερικό δανεισμό της) δεν πρέπει να υπερβαίνει μια συγκεκριμένη αναλογία, π.χ. 1 προς 3. Εάν δηλαδή μια εταιρεία έχει ίδια κεφάλαια 100, ο εξωτερικός της δανεισμός δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος του 300. Ως εξωτερικός δανεισμός θεωρείται ο ενδοομιλικός δανεισμός ή ο δανεισμός τον οποίο εγγυώνται οι εταιρείες του ομίλου, και όχι βέβαια ο δανεισμός που προέρχεται από ανεξάρτητους πιστωτικούς ή χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Στα προηγμένα κράτη της Δύσης και στα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συγκεκριμένη νομοθεσία υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ σε άλλα κράτη όπως η Μεγάλη Βρετανία το σχετικό φαινόμενο ρυθμίζεται στο πλαίσιο της transfer pricing νομοθεσίας. Η σχέση ιδίων και ξένων κεφαλαίων, ανάλογα με το πόσο αυστηρό είναι το σχετικό νομικό πλαίσιο, κυμαίνεται από 1 προς 1,5 μέχρι 1 προς 4. Για παράδειγμα, στη Γαλλία είναι 1 προς 1,5, στην Πορτογαλία 1 προς 2, σε Ισπανία, Πολωνία, Ολλανδία και Ουγγαρία 1 προς 3, ενώ στις Ιταλία, Τσεχία, Σλοβενία και Δανία 1 προς 4. Τι ισχύει στη χώρα μας; Η αναλογία είναι 1 προς 1.000 ή και πολύ περισσότερο. Σε περίπτωση δε όπου η σχέση αυτή υπερβεί την αναλογία που προβλέπει ο νόμος, τότε οι υπερβάλλοντες τόκοι που έχουν καταβληθεί σε παράβαση του νόμου δεν εκπίπτουν από τα φορολογικά έσοδα των εταιρειών, ενώ μπορεί να επιβάλλονται και άλλες φορολογικές κυρώσεις. Στην Ελλάδα, επειδή δεν υπάρχει ανάλογο νομοθετικό πλαίσιο, παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο ελληνικές εταιρείες θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων να έχουν ελάχιστα ίδια κεφάλαια και τεράστιο δανεισμό, κυρίως από άλλες εταιρείες του ομίλου που έχουν την έδρα τους σε διεθνή χρηματοοικονομικά κέντρα με χαμηλό φορολογικό συντελεστή. Η ανυπαρξία του κατάλληλου νομικού πλαισίου έχει ως αποτέλεσμα τη φορολογική έκπτωση των τόκων των ενδοομιλικών δανειακών υποχρεώσεων, με συνέπεια τη μείωση της ρευστότητάς τους, η οποία θα μπορούσε να διοχετευθεί σε άλλους διαύλους περισσότερο επωφελείς για την ελληνική οικονομία. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι η σχετική νομοθεσία των ΗΠΑ απαγορεύει την πληρωμή τόκων σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των χρηματικών διαθεσίμων της εταιρείας. Εάν όμως υπήρχε και στη χώρα μας αντίστοιχο νομικό πλαίσιο, τότε ο δανεισμός από τις εταιρείες του ομίλου θα μειωνόταν εκ των πραγμάτων, η φορολογική βάση των ελληνικών εταιρειών θα μεγάλωνε σημαντικά, αφού πλέον οι εταιρείες θα εξέπιπταν λιγότερους τόκους, ενώ και η ρευστότητά τους ασφαλώς θα βελτιωνόταν με γρήγορους ρυθμούς, αφού δεν θα ήταν αναγκασμένες να στερούνται τα χρηματικά τους διαθέσιμα. Σε περίπτωση δε που το μέτρο αυτό συνδυαστεί και με την κατάργηση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων, ο οποίος ανέρχεται σε 1% του μετοχικού κεφαλαίου, σύμφωνα και με όσα ευαγγελίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση για το έτος 2010 και μετά, τότε οι ελληνικές εταιρείες θα έχουν ένα επιπλέον κίνητρο για να βελτιώσουν την καθαρή τους θέση, αφού η εισροή ιδίων κεφαλαίων θα γίνει δίχως φορολογικό κόστος. Εάν λοιπόν η ιθύνουσα αστική πολιτική τάξη δεν ετύρβαζε περί άλλα και ήθελε όντως να καταστήσει τη χώρα σοβαρό δυτικοευρωπαϊκό κράτος, θα έκανε το αυτονόητο. Θα νομοθετούσε να ισχύσει και σ’ εμάς ό,τι ισχύει παντού. Ούτε επαναστάσεις, ούτε ζοριλίκια και πομφόλυγες. Είναι διεθνής πρακτική, αλλά και κοινοτική σύσταση προς τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση; Γιατί να χάνει κεφάλαια; Γιατί να μην εισπράττει έσοδα; Δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι μια τέτοια ρύθμιση, όπως και η προηγούμενη του transfer pricing, μπορεί να αποτελεί αντικείμενο «άλλων» διαπραγματεύσεων. Ποιο το όφελος από το δεύτερο μέτρο; Οι εταιρείες πιθανότατα θα αναγκάζονταν να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίων τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ. Αυτό τουλάχιστον είναι το συμπέρασμα της μελέτης που προαναφέραμε. Η εισαγωγή ενός τέτοιου ποσού, ειδικά αυτή την περίοδο, στην ελληνική οικονομία νομίζω ότι δεν θα ήταν καθόλου αξιοκαταφρόνητη. Εφόσον η παρούσα κυβέρνηση δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να πράξει τα αυτονόητα, να επιβάλει δηλαδή να ισχύει και στη χώρα μας ό,τι ισχύει και στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά και διεθνώς, ελπίζω τις δύο προτάσεις να τις υιοθετήσει και να τις κάνει πράξη η επόμενη. Οι δύο προτάσεις ούτε επαναστατικές, ούτε ριζοσπαστικές ή καινοτόμες είναι. Είναι στοιχειώδης απόδειξη ότι η χώρα που λέγεται Ελλάς συμβαδίζει, τουλάχιστον νομοθετικά, με τους εταίρους της. Εάν αυτή η νομοθετική εξίσωση είναι και επωφελής, που είναι, για τα δημόσια έσοδα, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μη γίνει. Εάν υπάρχει αντίλογος, ευχαρίστως να τον ακούσουμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου