Η 23η Αυγούστου που υπεγράφη το Σύμφωνο μη Επίθεσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την καθιέρωσε ως “Ημέρα Μνήμης για τα θύματα των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων” εξισώνοντας έτσι τον κομμουνισμό με τον φασισμό.
Πριν το Σύμφωνο
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η Γερμανία ήδη είχε αναπτυχθεί οικονομικά και δεν την επηρέασε η δεύτερη οικονομική κρίση του 1937-1938 όσο επηρέασε ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία.
Το γερμανικό κεφάλαιο με πολιορκητικό κριό τον αντικομμουνισμό, αλλά και με αυτή τη δικαιολογία, άπλωσε τα δίχτυα του σε όλον τον κόσμο, επιδιώκοντας οικονομική κυριαρχία η οποία θα γινόταν επιτευκτή και μέσω της εδραίωσης του Γ’ Ράιχ, εξ ου και η αδρή χρηματοδότησή του*.
Η αντιμετώπιση της Γερμανίας μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία διαμορφώθηκε ανάλογα με τα συμφέροντα των κρατών αυτών και σε συνδυασμό με τον συσχετισμό δυνάμεων δεδομένης πλέον της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκαν και οι χλιαρές αποδοκιμασίες μόλις η Γερμανία αθέτησε τους όρους της Συμφωνίας των Βερσαλλιών.
Οι δύο μεγάλες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες [ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία] παρά την αντιπαλότητά τους, δεν αποφάσιζαν να προχωρήσουν σε στρατιωτική ρήξη επειδή υπήρχε ένας άλλος εχθρός, πιο σημαντικός, η Σοβιετική Ένωση.
Στις 12 Μαρτίου 1938 ο γερμανικός στρατός περνά τα σύνορα της Αυστρίας. Η προσάρτηση της Αυστρίας συνοδεύτηκε με την πλήρη απροθυμία της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας να την προστατεύσουν.
Στις 17 Μαρτίου 1938 η Σοβιετική Ένωση προτείνει διεθνή σύσκεψη, την οποία όμως την απορρίπτουν η Γαλλία και η Βρετανία.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 πραγματοποιείται η Διάσκεψη του Μονάχου όπου η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία και η Ιταλία αποφασίζουν να πάρει η Γερμανία τα εδάφη που διεκδικούσε από την Τσεχοσλοβακία. Σε αυτή τη Διάσκεψη δεν είχε προσκληθεί η άμεσα ενδιαφερόμενη χώρα η Τσεχοσλοβακία. Και φυσικά ούτε η Σοβιετική Ένωση είχε προσκληθεί. Με αυτή τη συμφωνία στο Μόναχο η Βρετανία και η Γαλλία άναψαν το πράσινο φως στον Χίτλερ να εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία. Μετά την υπογραφή της Διάσκεψης του Μονάχου, με την ίδια ημερομηνία υπάρχει υπογεγραμμένη αγγλογερμανική διακήρυξη από τον Νέβιλ Τσάμπερλεϊν και τον Αδόλφο Χίτλερ, στην οποία υπέγραψαν διακήρυξη αμοιβαίας μη επιθετικότητας. Στις 6 Δεκεμβρίου 1938 η Γαλλία και η Γερμανία υπέγραψαν διακήρυξη με την οποία εγγυόνταν το απαραβίαστο των συνόρων τους και συμφώνησαν να αρχίσουν αμοιβαίες διαβουλεύσεις για την ειρηνική επίλυση όλων των διαφορών.
Η Γερμανία λεηλάτησε τον χρυσό της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας, ανέλαβε την τσέχικη εταιρεία Aussiger Verein η οποία ήταν η τέταρτη σε μέγεθος εταιρείας της Ευρώπης, και η τεράστια IG Farben άρχισε την εκμετάλλευση των εργοστασίων. Από την Αυστρία πήρε το πετρέλαιο, τις βιομηχανίες και από την Τσεχοσλοβακία πρώτες ύλες όπως κάρβουνο, ατσάλι, χυτοσίδηρο. Και τι έκαναν οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία μπροστά σε αυτή την επιθετικότητα; Κήρυτταν τον «κατευνασμό»! Δηλαδή τίποτα! Υπερασπίστηκαν μήπως τα δικαιώματα των λαών ή τους άφησαν στο έλεος των φασιστικών καθεστώτων;
Μετά την υπογραφή της Διάσκεψης του Μονάχου οι υπουργοί εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μόλοτοφ και Γιοακίμ Ρίμπεντροπ, Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας αντίστοιχα, υπέγραψαν το Σύμφωνο μη Επίθεσης στις 23 Αυγούστου 1939 με ισχύ 10 χρόνων.
Η Σοβιετική Ένωση σε αυτό το κλίμα της συντονισμένης και κατευθυνόμενης επίθεσης εναντίον της είχε να επιλέξει:
Επίσης ελάχιστοι θα γνωρίζουν ότι το νεαρό κράτος των μπολσεβίκων το 1918 αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη με τους Γερμανούς στην πόλη Μπρεστ – Λιτόφσκ (Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ, το 1918). Και στις δύο συνθήκες με τους Γερμανούς η Σ.Ε. έπρεπε να αντιμετωπίσει το δυτικό εχθρικό περιβάλλον.
Με ποια λογική η Πολωνία υπέγραψε σύμφωνο μη επίθεσης με τους Γερμανούς το 1934, όταν η Πολωνία υποτίθεται, είχε ως συμμάχους τη Μ.Βρετανία και τη Γαλλία;
Με ποια λογική η Μ.Βρετανία και η Γαλλία υπέγραψαν με τους Γερμανούς σύμφωνο μη επίθεσης το 1938 και η απομονωμένη Σ.Ε. δεν είχε αυτό το δικαίωμα;
Να τονίσουμε φυσικά ότι η Σ.Ε. ήταν η τελευταία που υπέγραψε σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία.
Με αυτή τη συμφωνία η Σοβιετική Ένωση κέρδισε, σχεδόν, δύο χρόνια προετοιμασίας για την άμυνά της. Ενώ στις 13 Απριλίου 1941 υπέγραψε Σύμφωνο Ουδετερότητας με την Ιαπωνία.
Μπροστά στην αδιάλλακτη στάση των ΗΠΑ, Βρετανίας και Γαλλίας προχώρησε σε αυτές τις συμφωνίες για να μπορέσει να ενισχύσει την άμυνά της χώρας της, εφόσον ήταν πασιφανές πως ο στόχος ήταν η Σοβιετική Ένωση.
Η συμφωνία επήλθε αφού εξάντλησε κάθε τρόπο επικοινωνίας για δημιουργία συνασπισμού κατά του ναζιστικού καθεστώτος.
Η 23η Αυγούστου που υπεγράφη το Σύμφωνο μη Επίθεσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την καθιέρωσε ως «Ημέρα Μνήμης για τα θύματα των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων» εξισώνοντας έτσι τον κομμουνισμό με τον φασισμό.
Κάθε χρόνο η Ευρώπη θυμάται, αποσπασματικά, το συγκεκριμένο Σύμφωνο με έναν και μοναδικό στόχο, το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας να ταυτιστεί με τον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό.
Αμνησία έχει πάθει η Ευρώπη όσον αφορά τα όσα έγιναν πριν την έναρξη και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Βολική μνήμη η θύμηση μόνο της Συμφωνίας Μόλοτοφ Ρίμπεντροπ.
*Δεν είναι κρυφό ότι οι αμερικανικές τράπεζες εισέβαλαν στην ηττημένη Γερμανία σε πλήρη συνεργασία με την κυβέρνησή τους και έκαναν επενδύσεις στη γερμανική οικονομία επενδύοντας χιλιάδες εκατομμύρια δολάρια. Αποτέλεσμα αυτών των επενδύσεων ήταν η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής από το 1925 ενώ οι εξαγωγές εκτινάχθηκαν στα ύψη και το 1927 έφτασαν τα επίπεδα του 1913. Μέσα σε έξι χρόνια, από το 1924 έως και το 1929 το ξένο κεφάλαιο που διείσδυσε στη Γερμανία κυμαίνονταν από 10.000 έως 15.000 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα για μακροπρόθεσμες επενδύσεις και 6.000 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα για βραχυπρόθεσμες.
ΠΗΓΗ:
- Stephen A. Schuker, American “Reparations” to Germany 1919-1933: Implications for the Third World Debt Crisis, Princeton, 1988